- ερίβρυχος
- ἐρίβρυχος, -ον (Α)1. αυτός που βρυχάται ισχυρά, ο εριβρύχης («ἐρίβρυχοί τε λέαιναι», Οππ.)2. (για ήχο ή για σάλπιγγα) αυτός που ηχεί ισχυρά, που έχει βαθύ ήχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βρυχος (< βρύχομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.